SłownikiForumKontakt

   Angielski
Google | Forvo | +
rzeczownik | czasownik | przymiotnik | do fraz
brace [breɪs] rzecz.
med. δεμάτιο; μεταλλικό τόξο; μικρά δέσμη; σιδεράκια δοντιών; συσφιγκτήρας
braces czas.
bud. επίτονα
przem., bud. κν.μπρατέλλες; τιράντες
brace [breɪs] przym.
bud. ζυγό; πλαγιόδεσμος
inżyn. στήριξη ορθοστάτη αντιστήριξης τεμαχίου; ενίσχυση; βραχιόλι; σιδερένιος κρίκος; τρυπάνι
med. τόξο
przem., bud. γκιοστέκι; ζεύγμα; πλαγιοσύνδεσμος; σταυρόξυλο; πουντέλι
technol. άγκιστρο
transp. μπάρα συγκράτησης
transp., bud. εγκάρσια αντηρίδα
to brace [breɪs] przym.
transp. να στηριχθεί
transp., bud. στηρίζω με εγκάρσιους συνδέσμους; συνδέω με εγκάρσιους συνδέσμους
transp., ochr.środ., chem. στοιβάζω φορτίο σε φορτηγό βαγόνι; στοιβάζω φορτίο σε φορτηγό πλοίο
 Angielski tezaurus
BRACE [breɪs] skr.
skr., wojsk. Base Resource and Capability Estimator
brace
: 57 do fraz, 7 tematyki
Budownictwo4
Inżynieria mechaniczna5
Kulturoznawstwo1
Medycyna3
Przemysł3
Rolnictwo5
Transport36