DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
återföring eller nedsättning av gåvor, förskott på arv eller legat
proced.law. απόδοση των κτηθέντων αιτία δωρεάς; υποχρέωση επιστροφής ή υπολογισμού δωρεών, γονικών παροχών ή κληροδοτημάτων