DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
working capital ['wɜ:kɪŋ'kæpɪtl]
account. κυκλοφορούν ενεργητικό
econ. κεφάλαιο κίνησης
fin., tax., industr. κεφάλαιο λειτουργίας; ενεργητικό κεφάλαιο; κεφάλαιο εκμετάλλευσης
market., fin. κεφάλαια κίνησης; καθαρό κεφάλαιο κίνησης
patents. κεφάλαιο κινήσεως
working capital: 10 phrases in 3 subjects
Economy3
Finances1
Marketing6