DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
vindkraftverk form.
el. σταθμός αιολικής ενέργειας; αιολικός σταθμός
min.prod., mech.eng. αερογεννήτρια; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια; ανεμοκινητήρας; ανεμομηχανή; γεννήτρια αιολικής ισχύος
vindkraftverk: 14 phrases in 2 subjects
Electronics3
Energy industry11