DictionaryForumContacts

   Romanian
Google | Forvo | +
unitate de eșantionare
econ., account. μoνάδα δειγματoληψίας; στοιχείο της δειγματοληψίας; στοιχείο του δείγματος
stat. μονάδα δείγματος; μονάδα δειγματοληψίας; δειγματική μονάδα; στοιχείο δείγματος