DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
rush hour [ˈrʌʃ ˈaʊə]
gen. ώρα αιχμής
stat., transp. ώρα μέγιστης συγκοινωνιακής επίβίβασης; ώρα κυκλοφοριακής αιχμής
rush hours ['rʌʃauəs]
life.sc., transp. ώρα μεγάλης κίνησης; ώρες αιχμής