DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
restocking n
agric. αύξηση του αριθμού των ζώων
nat.sc. εμπλουτισμός; επανεγκατάσταση
restocking v
gen. ανασύσταση του ζωϊκού κεφαλαίου
agric. πλήρωση δεξαμενής με ιχθύδια; ανανέωση των αποθεμάτων; αύξηση του ζωικού πληθυσμού
environ. επανασύσταση των ζωικών αποθεμάτων
environ., forestr. αναδάσωση
nat.sc. επανεισαγωγή
restock ['ri:'stɔk] v
commun. ανανεώνω; εφοδιάζω με απόθεμα; συμπληρώνω; παραγγέλω πάλι; επαναλαμβάνω παραγγελία; κάνω νέα παραγγελία
 English thesaurus
ReStocking n
busin., abbr. RS
restocking: 11 phrases in 6 subjects
Agriculture6
Environment1
Health care1
Hobbies and pastimes1
Pharmacy and pharmacology1
Transport1