DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
partikelförmige Luftverunreinigung
environ., mech.eng. σωματιδιακός ρύπος; ρύπος από σωματίδια; ρυπογόνο σωματίδιο; σωματιακός ρύπος
lab.law. αερόλυμα όπου η διασκορπισμένη ουσία είναι στερεό