DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pankkiautomaatti n
gen. ΑΤΜ
bank. αυτόματη ταμειακή μηχανή; αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή
fin. αυτόματη ταμειακή μηχανή' αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή' μηχάνημα αυτόματης συναλλαγής