DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
main line ['meɪn'laɪn]
agric., mech.eng. συρματόσχοινο έλξης; κύριο συρματόσχοινο έλξεως; καλώδιο έλξης
fish.farm. μάνα
transp. κύρια γραμμή σιδηροδρόμου; κεντρική απόσταση; κεντρική γραμμή; κύρια σιδηροδρομική γραμμή; πρωτεύουσα σιδηροδρομική γραμμή; γραμμή πρωτεύουσα; κύρια υπεραστική γραμμή
main line: 28 phrases in 6 subjects
Electronics4
Industry1
Information technology1
Mechanic engineering1
Metallurgy1
Transport20