| |||
υποχρέωση | |||
προδιάθεση | |||
ευθύνη | |||
χρέος; επισφαλής απαίτηση; πιστωτικός λογαριασμός; πληρωτέο χρέος | |||
παθητικό; στοιχείο του παθητικού; το παθητικό | |||
υπαιτιότητα; αρμοδιότητα; ενοχή; ευθύvη | |||
αστική ευθύνη | |||
| |||
παθητικό | |||
στοιχεία του παθητικού υποχρεώσεις | |||
αδρανείς αξίες; παθητικές αξίες | |||
καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | |||
παθητικόν | |||
προδιάθεση | |||
| |||
ενοχή | |||
English thesaurus | |||
| |||
something that works to one’s disadvantage | |||
| |||
Legal debts and obligations |
liability: 418 phrases in 32 subjects |