DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
lap dissolve ['læpdɪ'zɔlv]
gen. σταδιακό σβήσιμο
cultur., commun. βαθμιαία διασταύρωση δύο σημάτων διαμόρφωσης; σταδιακό "φοντύ"