DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konventionsflykting form.
immigr. αναγνωρισμένος πρόσφυγας; πρόσφυγας σύμφωνα με το νόμο; πρόσφυγας (σύμφωνα με την συνθήκη της Γενέυης)
int. law., immigr. πρόσφυγας