DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konkursförvaltare form.
busin., labor.org. κατ' επάγγελμα σύνδικος
law, econ. διαχειριστής πτωχεύσεων
proced.law., account. σύνδικος πτωχευτικού συμβιβασμού; σύνδικος της πτώχευσης