focus | |
gen. | εστιάζω |
focusing | |
earth.sc. industr. construct. | ρύθμιση |
el. | διευκρίνησις ή νετάρισμα αντικειμένου |
logistics | |
gen. | επιμελητεία |
econ. | διαχείριση υλικού |
| |||
ρύθμιση | |||
διευκρίνησις ή νετάρισμα αντικειμένου | |||
εστίαση | |||
| |||
εστιάζω |
focused: 44 phrases in 13 subjects |