flexing | |
industr. construct. | κάμψη |
resistance | |
environ. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα |
fin. | αντίテταση |
med. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
| |||
κάμψη |
flexing: 4 phrases in 3 subjects |
Industry | 1 |
Materials science | 1 |
Mechanic engineering | 2 |