DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
filler ['fɪlə] n
agric. ζώνη συμπλήρωσης; δένδρο πλήρωσης; γεμιστική μηχανή; μηχανή πλήρωσης
agric., chem. φόρτος
agric., industr. γέμισμα πούρου
chem. κασσετίνα μεταφοράς χοντρών κόκκων; γαρνιτούρα
chem., construct. στόκος υποστρώματος
commun. χαρακτήρας συμπλήρωσης
construct. κονίαμα; φίλλερ
earth.sc., chem. μέσον πληρώσεως; πλήσμα; συστατικόν προς αύξησιν όγκου ή βάρους
el. υλικό πλήρωσης καλωδίου; πληρωτικό; πλήρωση καλωδίου
industr., construct. πληρωτικό υλικό
industr., construct., chem. προκαταρκτικόν βερνίκιον
IT χαρακτήρας πλήρωσης
IT, tech. χαρακτήρας συμπλήρωσης
lab.law. χειριστής μηχανής πληρώσεως δοχείων
mater.sc., el. γέμισμα
mech.eng. βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης
tech., industr., construct. εσωτερικό στρώμα χαρτονιού; εσωτερικός ιστός χαρτονιού; επιβαρυντικό; πρόσθετο υλικό
tech., mater.sc. υλικό πληρώσεως κενών
 English thesaurus
filler ['fɪlə] n
mil., abbr. fill; flr
filler: 177 phrases in 18 subjects
Agriculture29
Astronautics5
Chemistry5
Coal1
Communications5
Construction2
Cultural studies1
Electronics7
Forestry1
General2
Industry37
Information technology1
Labor law1
Materials science11
Mechanic engineering24
Metallurgy35
Natural sciences1
Transport9