- only individual words found (there may be no translations for some thesaurus entries in the bilingual dictionary)
|
|
agric. |
παρέμβλητος νομέας; πρόσθετος νομέας; ψευδονομέας |
chem. |
στοκάρισμα |
coal. |
ξεμπάζωμα |
industr., construct. |
υφάδι; πληρωτικό υλικό |
industr., construct., chem. |
Xρωματισμός σκαλισμάτων |
industr., construct., met. |
τροφοδότηση φούρνου; τροφοδότηση |
med. |
έμφραξη; έμφραξις; πλήρωση; σφράγισμα; σφράγισμα δοντιού; πλήρωσις; πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος |
met. |
φόρτιση υψικαμίνου |
tech. |
δοσομέτρηση |
transp. |
γέμισμα; φόρτωση |
|
|
gen. |
πρόνοια; πληρώ |
|
|
agric. |
συμπλήρωση; παραγέμισμα; απογέμισμα οινοδοχείων |
|
|
gen. |
γεμίζω |
chem., met. |
σφράγισμα με μαστίχη |
earth.sc., mech.eng. |
γέμισμα πύργου ψύξης; παρέμβυσμα |
fin. |
τιμή εκτέλεσης εντολής |
industr., construct. |
γέμισμα; γέμισμα μόνωσης |
industr., construct., met. |
τροφοδότηση; τροφοδοσία |
met. |
φορτίο πρώτης ύλης; φόρτιση υψικαμίνου |
transp., chem. |
πλήρης ανεφοδιασμός σε καύσιμα; φουλάρισμα |
transp., construct. |
επίχωμα; επιχωμάτωση |
transp., mil., grnd.forc., construct. |
ανάχωμα |
|
|
agric. |
τοποθέτηση σε βαρέλια |
industr., construct., met. |
τροφοδοτώ κλίβανον |
transp., construct. |
επιχώνω; επιχωμάτωση |
|
English thesaurus |
|
|
abbr. |
filler; filling |
|
|
abbr. |
filling |