DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
feeder ['fi:də] n
agric. συσκευή τροφοδότησης; ταΐστρα; τύμπανο εισαγωγής; διάδρομος τροφοδοσίας; οδοντωτό τύμπανο
anim.husb. παχυντής
astronaut., transp. Αγωγοί διανομής
commun. τροφοδοτικό στοιχείο; εργάτης που τροφοδοτεί το πιεστήριο; χαρτοθέτης
earth.sc., el. ομοαξονικό καλώδιο
el. σύνδεση τροφοδότησης; κάθοδος κεραίας; γραμμή τροφοδοσίας κεραίας
environ., mech.eng. σωλήνωση τροφοδοσίας; αγωγός τροφοδοσίας
industr., construct. ταίστρα ζώου; ποτίστρα ζώου
industr., construct., chem. αγωγός τροφοδότησης
industr., construct., met. τροφοδότης υαλομάζας
mater.sc. τροφοδότης; φορτωτήρας
mater.sc., coal. διανομέας λιγνίτου
mech.eng. βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης
med. τροφαγωγός σωλήνας; τροφεύς; φλυτζάνι με προεξοχή για κατακεκλιμμένους ασθενείς
stat., transp., el. αρτηρία τροφοδότησης; γραμμή τροφοδότησης; καλώδιο τροφοδότησης
feeders n
astronaut., transp. Αγωγοί διανομής
 English thesaurus
feeder ['fi:də] abbr.
abbr., agric. fdr
feeder: 286 phrases in 24 subjects
Agriculture98
Astronautics2
Chemistry7
Communications11
Construction2
Earth sciences4
Electronics22
Finances3
Forestry3
General4
Industry38
Information technology2
Investment1
Labor law2
Life sciences1
Materials science3
Mechanic engineering26
Medical3
Metallurgy7
Microsoft1
Mineral products1
Statistics3
Technology19
Transport23