|
|
agric. |
συσκευή τροφοδότησης; ταΐστρα; τύμπανο εισαγωγής; διάδρομος τροφοδοσίας; οδοντωτό τύμπανο |
anim.husb. |
παχυντής |
astronaut., transp. |
Αγωγοί διανομής |
commun. |
τροφοδοτικό στοιχείο; εργάτης που τροφοδοτεί το πιεστήριο; χαρτοθέτης |
earth.sc., el. |
ομοαξονικό καλώδιο |
el. |
σύνδεση τροφοδότησης; κάθοδος κεραίας; γραμμή τροφοδοσίας κεραίας |
environ., mech.eng. |
σωλήνωση τροφοδοσίας; αγωγός τροφοδοσίας |
industr., construct. |
ταίστρα ζώου; ποτίστρα ζώου |
industr., construct., chem. |
αγωγός τροφοδότησης |
industr., construct., met. |
τροφοδότης υαλομάζας |
mater.sc. |
τροφοδότης; φορτωτήρας |
mater.sc., coal. |
διανομέας λιγνίτου |
mech.eng. |
βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης |
med. |
τροφαγωγός σωλήνας; τροφεύς; φλυτζάνι με προεξοχή για κατακεκλιμμένους ασθενείς |
stat., transp., el. |
αρτηρία τροφοδότησης; γραμμή τροφοδότησης; καλώδιο τροφοδότησης |
|
|
astronaut., transp. |
Αγωγοί διανομής |
|
English thesaurus |
|
|
abbr., agric. |
fdr |