| |||
αμοιβή | |||
αντιστάθμιση; εγγύηση αποζημίωσης; αποκατάσταση; επανόρθωση; αντικατάσταση; αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση | |||
αποζημίωση | |||
αντιπαροχή' παροχή επ' ανταλλάγματι | |||
χρηματική αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης; χρηματική αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης |
ersättning: 106 phrases in 18 subjects |