DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dräneringsdike form.
agric., construct. αποστραγγιστικό χανδάκι; αποστραγγιστικός αγωγός; αποστραγγιστικός αύλαξ
construct. αποστραγγιστική τάφρος
forestr. αποστραγγιστικές τάφροι
mun.plan., environ. ανοιχτός υπόνομος
dräneringsdike: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1