DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
docuterm ['dɔkjutɜ:m] n
work.fl. δομοόρος; περιγραφέας με ενδείκτη ρόλου; τεκμηριοόρος
Docuterm ['dɔkjutɜ:m] n
gen. Κωδικός εγγράφου