DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
distansarbete n
commun., IT, lab.law. τηλε-εργασία; τηλεργασία
econ. εργασία εξ αποστάσεως
empl. ευέλικτος χώρος εργασίας
IT, lab.law., empl. τηλεεργασία