directional | |
IT el. | κατευθυντικός |
Explosive | |
chem. | Εκρηκτικό·κίνδυνος μαζικής έκρηξης.; Εκρηκτικό· κίνδυνος πυρκαγιάς, ανατίναξης ή εκτόξευσης. |
explosive | |
chem. | εκρηκτική ύλη; εκρηκτικά |
coal. chem. | εκρηκτική ύλη; εκρηκτικό; υλικό δυνάμενο να εκραγεί |
econ. | εκρηκτικές ύλες |
environ. | εκρηκτική ύλη/εκρηκτικό; εκρηκτικό |
echo ranging | |
commun. | μέτρηση απόστασης με ηχώ |
| |||
κατευθυντικός |
directional: 164 phrases in 22 subjects |