| |||
στόμιο υπονόμου | |||
κν.κολιέ; παράκυκλος | |||
συμβόλαιο επιτοκίων τύπου collar | |||
περιαυχένιο; κν.κολάρο; κολλάρο | |||
κεφαλή του ποντέλου | |||
κολλάρο παλέτας; περιαυχένιον; δακτύλιος σταματήματος; κολιέ σωλήνα; σφιγκτήρας σωλήνα | |||
περιλαίμιο; κολάρο | |||
δακτύλιος; στεφάνη | |||
English thesaurus | |||
| |||
colr | |||
collar | |||
| |||
rill | |||
| |||
arrest (I knew they would collar the robber sooner or later) |
collar: 136 phrases in 22 subjects |