| |||
βαθμός | |||
| |||
ταξινομώ | |||
ταξινομώ; κατατάσσω σε κατηγορία | |||
| |||
κλάσις τυποποιημένη | |||
τάξη | |||
κλάση οψιόν | |||
επίπεδο | |||
κλάση (classis); ομοταξία (classis) | |||
κλάση | |||
κλάση ταξινόμηση | |||
κοινωνική τάξη | |||
ομάδα | |||
| |||
υπαγόμενο | |||
| |||
διαχωρισμένα απομέταλλα | |||
French thesaurus | |||
| |||
clocher | |||
| |||
classique |
classe: 521 phrases in 40 subjects |