DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
cash in hand
gen. ταμείο
fin. χρηματικοί πόροι; μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο; πόροι σε μετρητά
market. διαθέσιμα μετρητά
market., fin. διαθέσιμο κεφάλαιο; μετρητά; χρήμα
cash in hand: 3 phrases in 2 subjects
Finances1
General2