cargo aircraft | |
transp. | αεροπλάνο μεταφοράς |
mine | |
gen. | νάρκη; δική μου; δικό μου |
agric. | στοά εντόμου |
ejector | |
industr. construct. chem. | εκβολέας |
launcher | |
gen. | υπόβαθρο εξαπόλυσης |
| |||
αεροπλάνο μεταφοράς | |||
φορτηγό αεροσκάφος; α/φος μεταφοράς φορτίου εμπορευμάτων |
cargo aircraft: 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |