capital asset | |
econ. account. | πάγια περιουσιακά στοιχεία; πάγιες εγκαταστάσει; πάγιο ενεργητικό; πάγιο κεφάλαιο |
quality management | |
industr. | διαχείριση ποιότητας; διοίκηση ποιότητας |
earnings | |
econ. | δεδουλευμένο εισόδημα; εισόδημα από εργασία; εισόδημα εργασίας |
liquidity | |
comp., MS | ρευστότητα |
capital, asset: 3 phrases in 3 subjects |
Finances | 1 |
Marketing | 1 |
Statistics | 1 |