DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
bread grain ['bredgreɪn]
gen. καλλιέργεια δημητριακών; αρτοποιήσιμα σιτηρά; αρτοποιήσιμη καλλιέργεια; αρτοποιήσιμο δημητριακό; δημητριακά αρτοποιείας; δημητριακά ψωμιού
bread grains
gen. καλλιέργεια δημητριακών