DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bestrålat kärnbränsle
energ.ind., nucl.phys. εξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο; ακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο; αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα; αναλωμένο πυρηνικό καύσιμο