DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
belastningsfaktor form.
commun. παράγοντας φόρτωσης
energ.ind. βαθμός φόρτωσης; παράγοντας φόρτισης; συντελεστής φόρτισης; σχέση μέγιστης προς εγκαταστημένη ισχύ
transp. συντελεστής φορτίου