DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
avreglering n
gen. αποκανονικοποίηση
avia., energ.ind. αποκανονικοποίηση; αποκανονιστικοποίηση' μείωση του ρυθμιστικού παρεμβατισμού; απονομικοποίηση
econ. κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων
environ. απορρύθμιση; κατάργηση των ρυθμίσεων; απορρύθμιση/κατάργηση των ρυθμίσεων
fin. αποκανονιστικοποίηση
law, fin. άρση των ρυθμίσεων; απορύθμιση
transp. διακοπή τροφοδοσίας
avreglering: 4 phrases in 3 subjects
Communications1
Economy1
Finances2