automatic switch | |
el. | αυτόματος διακόπτης |
automatic switching | |
el. | αυτόματη διακοπή |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος |
commun. | τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία' υπηρεσία |
earth.sc. mech.eng. | συντήρηση |
econ. | υπηρεσία |
econ. commer. construct. | υπηρεσίες |
law | επιδόσεις |
| |||
αυτόματη διακοπή | |||
αυτόματες αλλαγές | |||
| |||
αυτόματος διακόπτης |
automatic switching service: 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |