air inlet | |
agric. | στόμιο εισαγωγής αέρος |
industr. construct. met. | είσοδος αέρος; προσαγωγή αέρος |
damper | |
chem. met. | ολισθαίνων καταχωρητήρας; ολισθαίνων ρυθμιστής ροής αέρα κλιβάνου |
mun.plan. | συσκευή αύξησης της υγρασίας |
mun.plan. earth.sc. | κλαπέτο; ρυθμιστής αέρος; τάμπερ |
| |||
στόμιο εισαγωγής αέρος | |||
είσοδος αέρος; προσαγωγή αέρος | |||
αεραγωγός εισόδου |
air inlet: 18 phrases in 6 subjects |
Astronautics | 1 |
Environment | 1 |
Industry | 1 |
Mechanic engineering | 4 |
Municipal planning | 2 |
Transport | 9 |