DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
aihio form.
agric., industr., construct. πρόπλασμακοιν:χόντριτο
chem. ακατέργαστο κομμάτι
el. πρεφόρμ; προδιαμόρφωμα; πρόπλασμα; προσχηματισμός; υλικό προσχηματισμένο; προμορφή
industr., construct., chem. Γυαλί μή διακοσμημένο
industr., construct., met. μασούρι προφόρμας
met. ημικατεργασμένα προϊόντα; ακατέργαστο τεμάχιο
tech. τύπωμα οπτικών
aihio: 7 phrases in 3 subjects
Chemistry4
Industry2
Materials science1