| |||
προηγμένος αεριόψυκτος αντιδρατήρας | |||
αερόψυκτος αντιδραστήρας προηγμένης τεχνολογίας; αντιδραστήρας αερίου ψύξεως; προηγμένος αεριόψυκτος αντιδραστήρας | |||
προηγμένος αερόψυκτος αντιδραστήρας | |||
English thesaurus | |||
| |||
AGR (Усовершенствованный газоохлаждаемый ядерный реактор) | |||
| |||
AGR |
advanced gas-cooled reactor: 1 phrase in 1 subject |
Technology | 1 |