absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
iron deficiency | |
med. | σιδηροπενία; ανεπάρκεια σιδήρου; έλλειμμα σιδήρου |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute: 217 phrases in 35 subjects |