DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
aandelenkapitaal n
gen. εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο; ονομαστικό κεφάλαιο; χρηματιστηριακό κεφάλαιο
busin. ίδια κεφάλαια; ίδιο κεφάλαιο; καθαρή λογιστική θέση
environ. απόθεμα εμπόριο
fin. κεφαλαιακός εξοπλισμός; συμμετοχή στο κεφάλαιο; μετοχή κεφαλαίου; μέρος κεφαλαίου
aandelenkapitaal: 21 phrases in 6 subjects
Economy6
Environment1
Finances11
Law1
Marketing1
Transport1