DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Träger m -s, =
gen. επιχειρηματικός φορέας; προτείνων έργο; φορέας υλοποίησης
astronaut., transp. εκτοξευτήρας; όχημα εκτόξευσης
construct. δοκός
earth.sc. φορτισμένο σωματίδιο
el. φέρον κύμα; φερέσυχνο; φέρουσα; υπόστρωμα; πλακέττα-υπόθεμα
environ. φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας
industr., construct. φορέας βαφής
mater.sc., mech.eng., construct. διαχωριστικά της διπλής βάσης της παλέτας; διαχωριστικά σανίδων έδρασης παλέτας
math. πεδίο ορισμού
mech.eng. τραβέρσα; άτρακτος ολισθαίνοντος σφήνα; υποστήριξη ράβδου; δέσιμο; υποστήριξη
med. φορέας; μεταφορέας
met. άνω τμήμα μηχανής
met., construct. δοκίδα
nat.sc., agric. κομιστής; αχθοφόρος
stat. ενίσχυση
tech., chem. υπόστρωμα του πίνακα
transp., nautic., fish.farm. ενισχυτικό; βαθμίδα
UN συγχορηγός
TrägerRausch-Verhältnis n
el. λόγος φέρουσας προς θερμικό θόρυβο συστήματος
träge adj.
med. νωθρός; ληθαργικός; ναρκωμένος
Träger: 145 phrases in 21 subjects
Agriculture1
Communications16
Construction9
Earth sciences4
Electronics42
Environment1
General3
Industry3
Information technology6
Insurance16
Labor law3
Law3
Life sciences1
Mechanic engineering7
Medical8
Metallurgy4
Procedural law2
Security systems4
Social science2
Technology4
Transport6