portable | |
gen. | φορητή; φορητό; φορητός |
Information | |
gen. | Πληροφορία |
information | |
busin. labor.org. lab.law. | ενημέρωση |
econ. | πληροφόρηση |
law pharma. environ. | γεvικές πληρoφoρίες; πληροφορία /πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση; πληροφορία |
guide | |
comp., MS | οδηγός |
| |||
φορητή; φορητό; φορητός | |||
φορητός υπολογιστής | |||
English thesaurus | |||
| |||
p | |||
prtl; ptbl |
Portable: 203 phrases in 27 subjects |