DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
Käsityö form.
empl. χειρωνακτική εργασία
käsityö form.
environ. χειροτεχνία
industr., construct., met. παραγωγή φυσητών χωρίς καλούπια
mater.sc. χειρονακτική εργασία