DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Fernlenkung f =
commun., tech. τηλεκαθοδήγηση, τηλεντολοδοσία, τηλεντολή
commun., transp. έλεγχος εξ αποστάσεως; τηλεχειρισμός; χειρισμός εξ αποστάσεως