DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fernleitung f =, -en
el. γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας; γραμμή υψηλής τάσης; γραμμή μεταφοράς ρεύματος
stat., transp., el. αρτηρία τροφοδότησης; γραμμή τροφοδότησης; καλώδιο τροφοδότησης
transp. μεταφορά
Fernleitung: 4 phrases in 1 subject
Communications4