DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Endlichkeitsfaktor m
math. πεπερασμένη διόρθωση πληθυσμών
stat. πεπερασμένη διόρθωση δειγματοληψίας; πεπερασμένος πολλαπλασιαστής
stat., scient. πολλαπλασιαστής πεπερασμένου πληθυσμού