DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Einbrennen n -s
agric. θείωση
Einbrennen v -s
agric. θειάφισμα
el. αρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας; δοκιμασία; προληπτική γήρανση; Θέρμανση-εξαέρωση σε κενό
industr., construct., met. ψήσιμο
IT ανάβω για δοκιμή ποιότητας; θέτω σε αρχική δοκιμαστική λειτουργία
met. κλιβανισμός
Einbrennen: 3 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Mechanic engineering1
Metallurgy1