automate | |
IT | αυτοματοποιώ |
sorting | |
agric. industr. | γυάλισμα καλύμματος |
comp., MS | ταξινόμηση |
environ. | διαχωρισμός |
industr. construct. | διαλέγω |
med. | διαλογή πρωτεϊνών; πρωτεϊνική ταξινόμηση; επιλογή; ταξινόμηση; διαλογή |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
| |||
αυτοματοποιώ |
Automated Sorting: 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |