flexión | |
gen. | κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου; κλίση |
commun. IT | μικροκάμψη |
earth.sc. met. | λυγισμός |
palmar | |
med. | παλαμιαίος; παλαμικός |
palmas | |
life.sc. | φοινικίδες |
| |||
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου; κλίση | |||
μικροκάμψη | |||
λυγισμός | |||
κύρτωση ξύλου; κάμψη |
flexión: 124 phrases in 16 subjects |