vignette adhésive | |
gen. | αυτοκόλλητη ετικέτα |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
personnalisation | |
comp., MS | εμπορική προσαρμογή |
| |||
αυτοκόλλητη ετικέτα |
vignette adhésive: 1 phrase in 1 subject |
Immigration and citizenship | 1 |