terrain | |
construct. | έδαφος θεμελιώσεως; έδαφος εδράσεως |
environ. agric. | χώμα |
transp. | έδαφος |
tertiaires | |
law econ. | εργαζόμενοι στον τριτογενή τομέα της οικονομίας |
| |||
έδαφος θεμελιώσεως; έδαφος εδράσεως | |||
χώμα | |||
έδαφος | |||
| |||
εδαφικές εκτάσεις |
terrain: 360 phrases in 36 subjects |